- προλαβόντως
- προλᾰβόντως, Adv.A previously, Aesop.347(v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προλαβόντως — previously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλαβόντως — ΝΑ επίρρ. προηγουμένως, πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλαβών, όντος, μτχ. αόρ. β τού προλαμβάνω] … Dictionary of Greek